- πάρεγγυς
- Αεπίρρ.1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῑς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.)2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.)3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐγγύς].
Dictionary of Greek. 2013.